Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012

ΑΔΑΜ-

Ο  Σχεδιασμός  και  η Οργάνωση  της Κάτω Πόλης
Κατά την παλαιοχριστιανική  και πρωτοβυζαντινή περίοδο παρατηρείται μια αργή αλλά σταθερή μεταβολή του πολεοδομικού ιστού και της ρυμοτομίας της πόλης  οι ανάγκες και οι συνθήκες της εποχής (εχθρικές επιδρομές, συρρίκνωση εδαφών, συγκεντρωτισμός κεντρικής εξουσίας κ.α.) επιβάλλουν μία νέα δυναμική στην εξέλιξη και στην οργάνωσή της. Ειδικά από τον  7ο μ.Χ. και  μετά , παύει να ακολουθεί την οργάνωση των ελληνορωμαικών  πόλεων με τις μεγάλες διαστάσεις και το Ιπποδάμειο σύστημα. Σταδιακά χάνει το μνημειακό χαρακτήρα της, περιορίζει προοδευτικά την έκτασή της και οχυρώνεται με τείχη.
Κατά την μεσοβυζαντινή  εποχή ο σχεδιασμός και γενικότερα η ανάπτυξη της παύουν να είναι αποτέλεσμα πολεοδομικού σχεδίου, όπως το εννοούμε σήμερα , αλλά μια ανάπτυξη δυναμική που υπαγορεύονταν από τις ανάγκες και τις συνθήκες της εποχής. Κανόνες που να διέπουν την πολεοδομική οργάνωση της πόλης  βέβαια υπάρχουν, όμως συνεχώς  προσαρμόζονται  σε νέα δεδομένα και απαιτήσεις.
Το οδικό σύστημα της Κάτω Πόλης της Μονεμβασιάς είναι εξαιρετικά πολύπλοκο. Πιο συγκεκριμένα: η Κάτω Πόλη, προσαρμοσμένη στις ιδιομορφίες του Βράχου , διασχίζεται  από κάθετους  μεταξύ τους δρόμους  οι οποίοι καταλήγουν στις τέσσερις πύλες της. Οι δρόμοι, χαραγμένοι σε ένα χώρο απελπιστικά λιγοστό, είναι στενοί και ακανόνιστοι.
Ουσιαστικά, είναι σαν μονοπάτια  που  άλλοτε  συμπλέκονται μεταξύ τους – σωστός λαβύρινθος! Καθώς τους περπατάς, σε οδηγούν άλλοτε σε αυλές σπιτιών και σε απότομα σκαλοπάτια, άλλοτε σε μισογκρεμισμένους τοίχους και ερειπωμένες εκκλησίες. Πάντα μυστηριώδεις, σταματούν απότομα… ή συνεχίζουν ακανόνιστα και ποτέ δεν είσαι σίγουρος για το που μπορεί να σε πηγαίνουν…
Περιτοιχισμένοι σε πολλά σημεία με πέτρες διαφόρων εποχών, γίνονται μερικές φορές σκοτεινές στοές, οι λεγόμενες «δρομικές». Αυτό συνέβη τις εποχές που η Πόλη είχε μεγάλο πληθυσμό και οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να χτίσουν σπίτια πάνω από τους δρόμους, οι οποίοι δρόμοι έγιναν έτσι θολωτές στοές (δρομικές).
Δρομικές καμάρες
Μέσα σ’ αυτό το παράξενο οδικό δίχτυ που όμως συμβάλλει βέβαια στη Μεσαιωνική και μυστηριώδη ατμόσφαιρα, μπορείς να ξεχωρίσεις καθαρά μόνο τον κύριο δρόμο. Αυτός ξεκινά από την κεντρική πύλη του κάστρου, σχηματίζει την αγορά, περνά βόρεια της εκκλησίας του Ελκόμενου Χριστού και καταλήγει στην ανατολική πύλη του Κάστρου. Το αρχικό του τμήμα, αυτό που ξεκινούσε από την κεντρική πύλη και κατέληγε στην εκκλησία του Ελκόμενου, αποτελούσε την αγορά της πόλης, το παζάρι (όπως το ονόμαζαν οι Τούρκοι), το Φόρο (λατινικά : Forum) των Ενετών. Έχοντας αριστερά και δεξιά βιοτεχνίες και καταστήματα, ήταν ο κυριότερος εμπορικός δρόμος της πόλης, πάντοτε πολυσύχναστος και θορυβώδης, γεμάτος από ένα πολύμορφο πλήθος από εμπόρους, εργάτες, μικροπωλητές και στρατιώτες. ένας άλλος πολυσύχναστος δρόμος που τώρα μόλις αχνοφαίνεται, ήταν
αυτός που ξεκινούσε από την πορτούλα («πορτέλο») του παραθαλάσσιου τείχους, έτεμνε κάθετα τον κεντρικό δρόμο και κατέληγε στις «βόλτες», το ελικοειδές δρομάκι δηλαδη για την επάνω Πόλη.
Κεντρική πύλη                                                               κεντρικός εμπορικός δρόμος



Πλατεία Ελκόμενου  (δεξιά το μουσείο)                         «μεγάλη τάπια» Χρυσαφίτισσα
Αν δεχτούμε ότι το «πορτέλο» αποτελούσε την αποβάθρα της Πόλης, ο δρόμος αυτός εξυπηρετούσε τη διακίνηση των προϊόντων από και προς την θάλασσα και θα πρέπει να είχε και αυτός στις δύο πλευρές του βιοτεχνίες, αποθήκες, καταστήματα. Άλλος δρομίσκος όπου μπορεί να περπατήσει κανείς, χωρίς να κινδυνεύει να χαθεί, είναι το μονοπάτι που προχωρεί δίπλα στο θαλάσσιο νότιο τείχος και συνεχίζει κλιμακωτά και στο τείχος το ανατολικό. Σε πολύ καλά μελετημένες θέσεις βρίσκονται και πλατείες,
μπροστά από το ναό της Χρυσαφίτισσας, και είναι η μεγαλύτερη πλατεία της Πόλης με το νότιο τείχος να χάσκει μπροστά της η απέραντη θέα προς τη θάλασσα, τέλος η «μικρή τάπια» στη νοτιοδυτική πλευρά της Πόλης.
Η «πλατεία τζαμί» στο κέντρο της Πόλης πήρε το όνομά της από το ναό του Αγίου Πέτρου, τον οποίο οι Τούρκοι είχαν μετατρέψει σε τζαμί (σήμερα λειτουργεί ως μουσείο). ‘Εχει στο κέντρο της ένα παλιό κανόνι και στις πλευρές της την αρχαιολογική συλλογή, το ναό του Ελκόμενου και διάφορα καταστήματα. Η πλατεία αυτή είναι ο πλέον γνωστός και πολυσύχναστος χώρος για την Πόλη.
Η δεύτερη πλατεία, η «μεγάλη τάπια», βρίσκεται μπροστά από το ναό της Χρυσαφίτισσας και αποτελεί σήμερα για την Πόλη το μοναδικό κατάλληλο χώρο για πολυάνθρωπες συγκεντρώσεις και παντός είδους εκδηλώσεις. Τέλος, η «δώθε τάπια» στη νοτιοδυτική πλευρά της πόλης είναι μια πολύ μικρή πλατεία κοντά στο νότιο τείχος. Στη δυτική της πλευρά υψώνεται και τη στολίζει το «Σπίτι του Στελλάκη», ένα αρχοντόσπιτο από τα ωραιότερα αρχιτεκτονικά μνημεία της Πόλης.
Βασικό κριτήριο επιλογής για τη δημιουργία Πόλης κατά τη Βυζαντινή περίοδο αποτελεί το νερό. Τόσο, όμως η Μονεμβάσια όσο και η ενδοχώρα της δεν διαθέτουν φυσικά αποθέματα νερού, πηγές, λίμνες, ποτάμια. Η έλλειψη λοιπόν φυσικών πηγών οδηγεί στη δημιουργία ενός ιδιαίτερα οργανωμένου συστήματος ύδρευσης της Πόλης καθώς οι ανάγκες των κατοίκων της σε νερό καλύπτονται με τη δημιουργία ιδιωτικών και δημόσιων στερνών, οι οποίες συλλέγουν τα όμβρια ύδατα.
Εν τέλει, όσων αφορά το αποχετευτικό δίκτυο, η Μονεμβάσια δεν έχει κεντρικό σύστημα αποχέτευσης, αλλά κάθε σπίτι διαθέτει τη δική του δεξαμενή λυμάτων.
ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Μίσσιος Κωνσταντίνος
Μιχελάκου Ελένη
Ταμπακάρου Στεφανία
Τσιμπίδη Μαρια – Ελένη
Μόγκα Ντανιέλ






ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑΣ
ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ΘΕΜΑ: ΥΛΙΚΑ ΔΟΜΗΣ, ΤΡΟΠΟΙ ΔΟΜΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΥΛΙΚΩΝ ΜΙΑΣ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΩΤΙΚΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ
Έλαβαν μέρος: Οι μαθητές της Γ Γυμνασίου Μονεμβάσιας



  • ΣΚΑΓΚΟΥ ΙΩΑΝΝΑ
  • ΣΚΑΓΚΟΥ ΜΑΡΙΑ ΕΙΡΗΝΗ
  • ΣΚΑΓΚΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ
  • ΤΣΙΜΠΙΔΗ ΜΑΡΙΑ
  • ΤΣΙΟΥΦΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑ
ΣΧΟΛΙΚΟ ΈΤΟΣ: 2008 – 2009

Η προέλευση των υλικών






Όλα τα υλικά, με εξαίρεση τη πέτρα και τον ασβεστόλιθο  που υπήρχαν στο άμεσο περιβάλλον, προέρχονταν από την ευρύτερη περιοχή της Μονεμβάσιας. Ο πωρόλιθος έβγαινε από τα λατομεία που βρίσκονται κοντά στη Μονεμβάσια, στους οικισμούς της Αγίας Παρασκευής και του Αγίου Φωκά καθώς και από εκείνα της περιοχής των Βοιών. Ο Κροκεάτης λίθος έβγαινε στις Κροκεές, στην περιοχή Ψηφί ( Ψηφιδόπετρα ) στο κέντρο του νομού Λακωνίας. Ο ασβέστης παρασκευαζόταν από ασβεστόλιθους της περιοχής, σε καμίνια στην Γέφυρα της Μονεμβάσιας, στην Παλιά Μονεμβάσια, στην Αριάνα, στην Αγία Παρασκευή και σε άλλες περιοχές. Το μάρμαρο εξορυσσόταν από λατομεία του Πάρνωνα και της Μάνης. Η ξυλεία από τα δάση του Πάρνωνα και του Ταΰγετου, το καλάμι από τη Φραγκιά, ο πηλός από τη Φραγκιά και κατά πάσα πιθανότητα από τις Κοκκινάτσες και τα Κοκκινοχώματα ( λόγω της ύπαρξης αργιλοχωμάτων ), το κεραμίδι από τον Ξιφιά, η άμμος από τη Χρανάπα, ο σίδηρος από τα Βούταμα και η θηραϊκή γη μεταφερόταν από τη Σαντορίνη.


Το υποζύγιο το μοναδικό μεταφορικό μέσο μεταφοράς των υλικών στο εσωτερικό της πόλης.



φαλτσογωνία για τη διευκόλυνση της κυκλοφορίας
Οι τρόποι-υλικά δομής μιας Μονεμβασιώτικης κατοικίας


Η χρήση των υλικών μιας Μονεμβασιώτικης οικίας έγινε ως εξής : η πέτρα και ο ασβεστόλιθος χρησιμοποιήθηκαν  για την τοιχοδομία, ο κροκεάτης λίθος εντοπίζεται μόνο στο δάπεδο του Ελκομένου Χριστού.



Δρομική στην Κάτω πόλη

Ο πωρόλιθος ( μαλακή και επεξεργασμένη πέτρα ) στους θόλους, τα ανοίγματα, τις γωνίες ως οικοδομικό υλικό (σε ιδιωτικά σπίτια ) και ως γλυπτό στο διάκοσμο κτισμάτων
( Ναός Μυρτιδιώτισσας, Αγίου Νικολάου ).

Αγ. Νικόλαος

Το μάρμαρο που  αποτελούσε δυσεύρετο και ακριβό υλικό χρησιμοποιήθηκε  για την κατασκευή αρχιτεκτονικών γλυπτών και οικοσήμων σε δημόσια κτίρια και κατοικίες εξέχοντων προσώπων.



Γλυπτός μαρμάρινος διάκοσμος

Το ξύλο χρησιμοποιήθηκε στις στέγες, στα πατώματα, στα κουφώματα, στα παράθυρα και στις πόρτες.





Τα όμβρια ύδατα συλλέγονται με πήλινα λούκια


Το κεραμίδι για την επικάλυψη της στέγης, το καλάμι στη στέγη ως υπόστρωμα για τα κεραμίδια και στην κατασκευή του τσατμά.
(στέγες : απλής κατασκευής, παλιότερα δίρριχτες,
αργότερα τρίρριχτες)
Το συνδετικό κονίαμα ( λάσπη αποτελούμενη από άμμο, ασβέστη και νερό )  για το κτίσιμο των λίθων, ο ασβέστης
( παρασκευάζεται από ασβεστόλιθους ) ήταν απαραίτητο υλικό για τα  συνδετικά κονιάματα, αλλά και για την επάλειψη των σπιτιών, το κουρασάνι ή υδραυλικό κονίαμα ( ισχυρό μονωτικό κονίαμα, αποτελείται από άμμο, ασβέστη, τριμμένο κεραμίδι και θηραϊκή γη ) στις στέρνες για να εξασφαλιστεί η στεγανότητα και να αποφευχθούν προβλήματα υγρασία και ο σίδηρος συνήθως σε πόρτες.
Συχνά στην τοιχοποιία τοποθετούνται στο ενδιάμεσο των κονιαμάτων, μικρά κομμάτια από σπασμένα κεραμικά (αργολιθοδομή), που ενισχύουν τη δράση του ατμοσφαιρικού αέρα.
Εξωτερικά, άλλα κτήρια είναι επιχρισμένα με κονίαμα από ασβέστη, άμμο και τριμμένο κεραμίδι και άλλα απλά αρμολογημένα. Στο εσωτερικό τους οι τοίχοι καλύπτονταν πάντα με ασβεστοκονίαμα.
Βασικό ρόλο στην κατασκευή των ιδιωτικών και δημόσιων κτιρίων της Μονεμβασίας αποτέλεσαν οι λίθοι κυρίως η πέτρα, ο ασβεστόλιθος, ο κροκεάτης λίθος και ο πωρόλιθος, δημιουργώντας κτίρια αρκετά στέρεα και απόλυτα εναρμονισμένα με το φυσικό περιβάλλον του
Κάστρου.

Κλείνουμε με μερικά σκίτσα που δείχνουν το σωστό προσανατολισμό των κατοικιών, καθώς και μερικές πρακτικές για την προστασία των κατοικιών από τον καλοκαιρινό ήλιο και τον άνεμο. Μέσα από τα σκίτσα αυτά επιβεβαιώνεται η σοφία της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, η οποία σέβεται το περιβάλλον.
Η διάρθρωση των οικιών
Η Κάτω πόλη έχει συνεχή κατοίκηση με αποτέλεσμα οι οικίες να έχουν δεχτεί πολλές επιδράσεις και αλλαγές από τους κατοίκους. Πολλές από αυτές διατηρούν στοιχεία της Β΄ Ενετοκρατίας, άλλες της Οθωμανικής περιόδου, ενώ δεν λείπουν και αυτές των νεότερων χρόνων.
Τρεις είναι οι παράγοντες που που καθορίζουν τη μορφολογία και το χαρακτήρα των οικιών στη Μονεμβάσια.
  • Η στενότητα του χώρου
  • Η μορφολογία του εδάφους
  • Η έλλειψη πηγαίων υδάτων
Τα σπίτια της Κάτω Πόλης είχαν συνήθως τρία επίπεδα και σπανίως τέσσερα (ένδειξη πλούτου). Τις περισσότερες φορές ήταν μακροστένα, με θόλους στα χαμηλότερα επίπεδα και ξύλινη στέγη δίρριχτη, τρίρριχτη και σε νεότερες εποχές τετράρριχτη. Συχνά βρίσκουμε έναν ως τέσσερεις θολίσκους τους οποίους ίσως χρησιμοποιούσαν για ύπνο, γύρω από έναν κεντρικό χώρο του δεύτερου επιπέδου. Ακριβώς από πάνω ο χώρος θα πρέπει να λειτουργούσε ως καθημερινό και καλυπτόταν με στέγη. Από αυτόν έβγαινε κανείς στην ταράτσα του σπιτιού που διαμορφωνόταν πάνω από τους θολίσκους.
ΠΙΟ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ:
  • Στο υπόγειο διαμορφώνεται η στέρνα για τη συλλογή του νερού  και κάποιοι αποθηκευτικοί χώροι. Στο θολωτό αυτό χώρο με λίγα ανοίγματα γινόταν η ζύμωση του κρασιού και η διατήρησή του, επειδή πληρούσε τις ιδανικές συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας.
  • Στο ισόγειο που βρίσκεται στο επίπεδο του δρόμου διαμορφώνεται και η κύρια είσοδος, ο χώρος υποδοχής, το μαγειρείο, βοηθητικοί χώροι και η εστία για την Παρασκευή του φαγητού αλλά και εξασφάλιση θερμότητας.
  • Στον όροφο που συχνά είναι ενιαίος με πολλά ανοίγματα διαμορφώνεται ο χώρος διαμονής της οικογένειας κα τα υπνοδωμάτια.
Λόγω έλλειψης χώρου οι οικίες δεν έχουν αυλές, διαθέτουν όμως ηλιακό
(λιακωτό) που εξυπηρετούσε πρακτικές ανάγκες όπως άπλωμα ρούχων,
ξήρανση των τροφών (σύκα, σταφύλια).
Τομή μιας μονεμβασιώτικης κατοικίας


στόμιο στέρνας στο εσωτερικό σπιτιού
Η Μονεμβάσια μέσα από την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου
…….. Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως.
Ο δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο…………….
Ρωμιοσύνη (I)
Ομάδα εργασίας :
Μαστρογιαννάκος Γιάννης
Παντιώρας Βασίλης
Χαραμής Δημήτρης
Χότζα Άνι
ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ -ΑΝΑΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΚΤΗΡΙΩΝ ΣΤΗ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑ
Στην Κάτω Πόλη Μονεµβασίας από τη δεκαετία του 1960 παρατηρείται µεγάλη οικοδοµική δραστηριότητα. Οι επεµβάσεις που πραγµατοποιούνται στις οικίες γίνονται µε πρωτοβουλία των ιδιοκτητών και µετά από αρχιτεκτονική µελέτη που υποβάλλεται προς έγκριση στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Πριν τη σύνταξη της µελέτης πραγµατοποιείται ανασκαφή και ανάλογα µε τα στοιχεία που θα προκύψουν συντάσσεται η µελέτη.
Οι επεµβάσεις στα δηµόσια κτήρια – εκκλησίες – και γενικότερα στον αρχαιολογικό χώρο πραγµατοποιούνται κυρίως από το Υπουργείο Πολιτισµού και µετά από την έγκριση των σχετικών µελετών.
Οι επεµβάσεις που πραγµατοποιούνται στα κτήρια της Μονεµβασίας µπορούν, σύµφωνα µε τα στοιχεία που µας έδωσε η αρχαιολόγος Γιώτα Σκάγκου, να κατηγοριοποιηθούν ως εξής :
Αποκατάσταση. Με τον όρο νοείται η επαναφορά ενός κτηρίου στην αρχική του κατάσταση. Αποκατάσταση στη Μονεµβασία γίνεται όταν οι επεµβάσεις στα κτήρια τεκµηριώνονται επαρκώς από τα αρχικά σωζόµενα στοιχεία και η χρήση νέων υλικών είναι περιορισµένη. Στόχος της αποκατάστασης είναι να διατηρήσει και  να απόκαλύψεις τις ιστορικές αξίες του µνηµείου. Σταµατάει στο σηµείο που αρχίζουν να υπάρχουν υποθέσεις. Εάν κάποια εργασία θεωρηθεί απαραίτητη για αισθητικούς ή τεχνικούς λόγους και δεν είναι σύµφωνη µε τα αρχικά στοιχεία του κτηρίου θα πρέπει να διαχωρίζεται και να φέρνει τη σφραγίδα της εποχής της. Σε όλες τις περιπτώσεις η αρχαιολογική µελέτη προηγείται των εργασιών αποκατάστασης.
Στην περίπτωση που ένα κτήριο διατηρεί προσθήκες πολλών εποχών, αυτές θα πρέπει να γίνονται σεβαστές γιατί αποτελούν µέρος της ταυτότητας του. Τέτοιο παράδειγµα αποτελεί ο εξωνάρθηκας του ναού της Αγίας Σοφίας στην Άνω Πόλη, ο οποίος αν και προστέθηκε στη βυζαντινή εκκλησία (12ος αl.) την περίοδο της Βενετοκρατίας (1690-1715), διατηρήθηκε όταν ο ναός αποκαταστάθηκε το 1960 ως αξιόλογη φάση της ιστορίας του µνηµείου. Μόνο όταν οι νεώτερες επεµβάσεις προσβάλλουν την αρχαιολογική, ιστορική και αισθητική αξία ενός κτηρίου µπορούν να κατεδαφιστούν, όπως ένας τσιµεντένιος εξώστης στην όψης ενός νεοκλασικού κτήριου.
Εργασίες αποκατάστασης έχουν δεχθεί πολλές οικίες στην Κάτω Πόλη, οι οποίες σώζονταν σε καλή κατάσταση και κατοικούνταν συνεχώς. Στα δηµόσια µνηµεία πρόσφατο παράδειγµα πετυχηµένης αποκατάστασης αποτελεί η επέµβαση στο ναό του Αγίου Νικολάου, στην Κάτω Πόλη, σύµφωνα µε µελέτη της 5ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Σπάρτης.
Να σηµειωθεί ότι µε τον όρο αναστήλωση νοείται η επανατοποθέτηση «εν ξηρώ» στοιχείων ενός κτηρίου που έχουν καταπέσει, η ανασύνθεσή ενός µνηµείου από τα αυθεντικά τµήµατά του. Αναστήλωση, εποµένως, γίνεται στα αρχαία µνηµεία που αποτελούνται από αρθρωτά µέρη, όπως στην Ακρόπολη των Αθηνών και σε καµία περίmωση στη Μονεµβασία.
Ανακατασκευή. Όταν η αποκατάσταση ενός κτηρίου γίνεται σε µεγάλο ποσοστό µε την προσθήκη νέων αρχιτεκτονικών µελών και νέων υλικών, τότε γίνεται λόγος για ανακατασκευή του. Είναι µία επέµβαση που γίνεται σε οικίες της Κάτω Πόλης, όπου σώζονται σε ερειπιώδη κατάσταση συχνά στο επίπεδο της α’ στάθµης τους. Πάντοτε προηγείται εκτεταµένη ανασκαφική έρευνα για την αποκάλυψη των ερειπίων της οικίας και του ακριβούς περιγράµµατός της. Μετά την ανασκαφή και την αρχαιολογική τεκµηρίωση συντάσσεται αρχιτεκτονική µελέτη και προτείνεται η ανακατασκευή των κατεστραµµένων τµηµάτων, στο περίγραµµα πάντα των σωζόµενων ερειπίων. Για το διαχωρισµό των νέων τοίχων από τους παλιούς χρησιµοποιείται φύλλο µολύβδου, ώστενα είναι εµφανή σύµφωνα µε τις αρχές της αποκατάστασης η νέα φάση από την αρχική. Τα κτήρια ανακατασκευάζονται σύµφωνα µε τα τυπολογικά και µορφολογικά χαρακτηριστικά των σωζόµενων οικιών της Μονεµβασίας και µε τη χρήση παραδοσιακών υλικών (πέτρα, ξύλο, κεραµίδι, κ.ά.). Μάλιστα, οι πέτρες προέρχονται από τα ίδια τα κτήρια και αποκαλύmονται κατά τη διάρκεια των ανασκαφών. Στις περισσότερες περιπτώσεις επάνω από τη σωζόµενη στάθµη (υπόγειο) κτίζονται δύο ακόµη στάθµες, το ισόγειο και ο όροφος.
Συντήρηση: Συνίσταται σε συνεχείς επιµέρους αποκαταστάσεις που δεν αλλοιώνουν την µορφή και τη δοµή ενός µνηµείου και οι οποίες αποβλέπουν στην άρση των αποτελεσµάτων της φυσικής φθοράς του.
Στερέωση: Πρόκειται για συντηρητική επέµβαση σε ένα κτήριο µε σκοπό την εξασφάλιση της στατικής επάρκειάς του. Συνήθως, ένα κτήριο µε σοβαρά προβλήµατα ετοιµοροπίας στερεώνεται πριν τις εργασίες αποκατάστασής του.
Ομάδα εργασίας :
Χαραμή Κατερίνα
Φριντζήλα Μαρία
Σότνικ Αγγελική
Ραμάκη Ελένη
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
δρομική :  καμάρα πάνω από το δρόμο
ιπποδάμειο σύστημα  : πολεοδομικό σύστημα που φέρει χαρακτηριστικά που εισήγαγε ο Ιππόδαμος (5ος αι. π.Χ) όπως ορθογώνια τεμνόμενους δρόμους ή κατανομή της πόλης σε ζώνες δραστηριοτήτων
κουρασάνι :  υδραυλικό κονίαμα κατασκευασμένο από ασβέστη, τριμμένο κεραμίδι και θηραϊκή γη, μεγάλης αντοχής
λούκι :  η οριζόντια υδρορρόη
πωρόλιθος :  μαλακή και επεξεργασμένη πέτρα
τάπια  : ανοιχτός χώρος , πλατεία
τσατμάς :  χωρίσμα από καλάμια και λάσπη
Βιβλιογραφία

Έμκε Έλλη, Γνωρίστε τη Μονεμβασιά
Καλλιγάς Α.Γ – Καλλιγά Χ.Α., Μονεμβασιά. Ξαναγράφοντας τα παλίμψηστα.
Καλλιγάς Α.Γ – Καλλιγά Χ.Α., Μονεμβασιά. Ελληνική παραδοσιακή
Αρχιτεκτονική
Κουτσογιαννόπουλος Γ., Η Μονεμβασιά και η Ενδοχώρα της-Μια περιήγηση στον τόπο και το χρόνο.
ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑ : Αντικείμενα-Περιβάλλον-Ιστορία-Η Αρχαιολογική Συλλογή.(Υπουργείο Πολιτισμού Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων)
Μονεμβάσια. Μια πόλη ταξιδεύει στο χρόνο…5η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων
ΚΠΕ Μολάων: Μονεμβασιά:Διαβαίνοντας στα καλντερίμια μιας καστροπολιτείας από το χθες στο σήμερα.



 Την πρώτη φορά που αρχίζει κανείς να περιπλανιέται στα καλντερίμια του κάστρου της Μονεμβασιάς, η εντύπωση που σχηματίζει είναι πως θα τα εξαντλήσει γρήγορα. Με μια πρώτη ματιά, το κάστρο μοιάζει μικρό, και το τοπίο επαναλαμβανόμενο: πέτρινα σοκάκια, σκαλιά, καμάρες που περνούν από πάνω τους, κι άλλα σκαλιά, χαριτωμένα σπιτάκια με κεραμοσκεπές, εκκλησίες, κι ακόμα περισσότερα σκαλιά. Μην ξεγελιέστε, όμως. Μετά τις πρώτες, αναγνωριστικές βόλτες, όταν το πρώτο δέος που προκαλεί η αίσθηση πως περπατάς εκεί όπου γράφτηκε η Ιστορία αρχίσει να καταλαγιάζει, θα προσέξετε πως κανένα καλντερίμι, κανένα πέτρινο σπιτάκι, ούτε καν κανένα σκαλί δεν είναι ίδιο με το άλλο.

Κάθε λαός που περνούσε από εδώ πρόσθετε, αφαιρούσε ή άλλαζε και κάτι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το μεγάλο κτίριο της κεντρική πλατείας, που σήμερα φιλοξενεί το αρχαιολογικό μουσείο. Το κτισμένο τον 16ο αιώνα τζαμί μετατράπηκε από τους Ενετούς σε ίδρυμα καπουτσίνων μοναχών, ξανάγινε τζαμί το 1715, χρησιμοποιήθηκε το 1821 ως φυλακή, έγινε εν συνεχεία καφενείο και τελικά μουσείο. Δεν είναι, λοιπόν, να απορεί κανείς για το γεγονός πως, αν κοιτάξεις προσεκτικά, καμία εκκλησία δεν μοιάζει με τη διπλανή της και σε κανένα κτίριο δεν μπορείς με βεβαιότητα να αναγνωρίσεις μια συγκεκριμένη περίοδο –απλώς, γιατί δεν υπάρχει.

Οι διαδρομές στα καλντερίμια της ιστορίας
Δύο μεγάλοι δρόμοι βοηθούν τους… πρωτάρηδες του κάστρου στον προσανατολισμό τους. Ο πρώτος είναι ο κεντρικός, εμπορικός δρόμος, που οι Βυζαντινοί ονόμαζαν Μέση Οδό, οι Ενετοί φόρο, οι Τούρκοι παζάρι, οι πρώτοι Έλληνες αγορά και οι σημερινοί οδό Γιάννη Ρίτσου –και είναι μάλλον και ο μοναδικός δρόμος που έχει όνομα– και ο οποίος είναι και ο πρώτος που διασχίζεις, μόλις περάσεις την είσοδο του κάστρου. Ο δεύτερος είναι αυτός που ενώνει την Νότια Πύλη, τη μοναδική πύλη του Κάστρου στη θάλασσα, με την Άνω Πόλη.

Στο σημείο όπου διασταυρώνονται οι δύο δρόμοι, βρίσκεται η κεντρική πλατεία με το κανόνι, το αρχαιολογικό μουσείο – πρώην τζαμί και η κτισμένη τον 11ο αιώνα εκκλησία του Ελκόμενου Χριστού, όπου τελούνται οι πασχαλινές λειτουργίες. Γύρω από τους δύο δρόμους, λιλιπούτεια καλντερίμια σκεπασμένα με καμάρες (δρομικές ή διαβατικά λέγονται, αν αναρωτιέστε) διακλαδώνονται προς κάθε πιθανή και απίθανη κατεύθυνση. Δεν οδηγούν όλα κάπου.

Κάποια καταλήγουν σε μια αυλόπορτα, άλλα τελειώνουν σε έναν τοίχο που κάποιος πρόσθεσε αιώνες μετά την κατασκευή τους, φράζοντας την δίοδο, και άλλα γυρνούν μυστηριωδώς πίσω, λίγα μέτρα από το σημείο που ξεκίνησαν. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως δεν θα μπείτε στον πειρασμό να τα ακολουθήσετε, ή πως δεν θα κάνετε καλά αν ενδώσετε στον πειρασμό αυτό. Μια περίτεχνη ξύλινη πόρτα, μια ανθισμένη αυλή, μια φουντωτή μπουκαμβίλια που σκαρφαλώνει πάνω σε ένα πέτρινο τειχάκι, ένα φαναράκι που φωτίζει ατμοσφαιρικά τον δρόμο είναι μικρές ανταμοιβές για κάθε φορά που θα χαθείτε σε ένα καλντερίμι που κάνει απλώς τον γύρο του εαυτού του.

Η Κάτω Πόλη και η θάλασσα Η πρώτη γειτονιά που αντικρίζετε ως νεοφερμένοι επισκέπτες –και ως εκ τούτου, η πρώτη που θα αγαπήσετε– είναι εκείνη στην οποία οδηγεί η κεντρική πύλη του κάστρου. Εκείνη που συγκεντρώνει την εμπορική δραστηριότητα, όπως έκανε αιώνες τώρα, και στην οποία χτυπάει η καρδιά του κάστρου. Μαγαζάκια που πωλούν χειροποίητα σουβενίρ –τόσο λίγα όσο χρειάζεται για να μην ξυπνούν μνήμες μυκονιάτικων καλντεριμιών– café και bar, και τρία ταβερνάκια όλα κι όλα συγκεντρώνονται γύρω από τον κεντρικό δρόμο.

Λίγο να ξεστρατίσετε από αυτόν, κι η πολύβουη γειτονιά γίνεται ένα μακρινό θρόισμα. Κατεβαίνοντας τα σκαλάκια προς τα κάτω, περνάτε κάτω από ατμοσφαιρικά φωτισμένες καμάρες –αν κοιτάξετε προσεκτικότερα, θα διαπιστώσετε ότι πολλές από αυτές είναι, στην ουσία, τμήμα κάποιου σπιτιού– και δίπλα σε υπερυψωμένες, λιθόκτιστες αυλές που αγναντεύουν από μακριά την θάλασσα, μέχρι να καταλήξετε στην μικρή –ή την μεγάλη, αναλόγως ποια σκαλάκια έχετε ακολουθήσει– ντάπια. Το ένα από τα δύο πλατώματα, δηλαδή, που διακόπτουν την περαντζάδα κατά μήκος του νότιου τείχους.

Αυτή είναι μια από τις ωραιότερες, και πιο ξεκούραστες, βόλτες του κάστρου. Από τη μία πλευρά η θέα στο απέραντο γαλάζιο του Μυρτώου που απλώνεται ως εκεί που φτάνει το μάτι ελλείψει απέναντι στεριάς, είτε πάνω από τα τείχη στα σημεία όπου αυτά είναι χαμηλά, είτε ακόμα καλύτερα μέσα από τις πολεμίστρες τους, και από την άλλη το κάστρο που υψώνεται από πάνω σας συνθέτουν ένα τοπίο μαγικό. Αν ακολουθήσετε ολόκληρη τη διαδρομή, καταλήγετε στο ανατολικό τείχος του κάστρου, και περνάτε κάτω από την ομώνυμη πύλη, για να κατευθυνθείτε προς τον φάρο του 1896. Εδώ, οι τολμηροί επιχειρούν τις πρώτες βουτιές του χρόνου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου