Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ


ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΗ
Τα ζωντανά κάστρα της Ιστορίας
αρχαιολογία



1)ΕΡΩΤΗΣΗ :ΧΩΡΙΚΗ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΥ (Σήμερα παραμένει η έννοια του οικισμού όπως ήταν παλαιότερα ή άλλαξε φυσιογνωμία από τον τουρισμό)
Τα κάστρα γεννήθηκαν σε μια εποχή που η απειλή μιας επιδρομής ή μιας πολεμικής σύγκρουσης μπορούσε να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά από την αντοχή των τειχών και την τελειότητα της κατασκευής τους. Τα άπαρτα κάστρα έγιναν μύθοι που δεν βασίστηκαν μόνο στην ψυχή των ανθρώπων που τα υπερασπίστηκαν αλλά και στη δύναμη των υλικών. Τα ζωντανά κάστρα όμως, αυτά τα κάστρα που διατηρούν τη ζωή τους ακόμη και σήμερα, γίνονται αντικείμενο έρευνας. Και μέσω αυτής αναζητείται όχι μόνον η ιστορία τους αλλά και η προσαρμογή και η ένταξή τους στη σύγχρονη ζωή, η αξιοποίησή τους από τις τοπικές κοινωνίες.
Αν η αμυντική λειτουργία υπήρξε ο κοινός παρονομαστής για την ίδρυση και τη ζωή των κάστρων επί αιώνες, η χρηστική τους αξία σήμερα, ακυρωμένη υποχρεωτικά λόγω της εξέλιξης της πολεμικής μηχανής, είναι καθαρά ειρηνική. Υπήρξαν φρούρια, στρατώνες, φυλακές, κατοικίες αρχόντων και έδρες χριστιανικών ταγμάτων κατά τον Μεσαίωνα, χρησιμοποιήθηκαν ακόμη και ως νεκροταφεία.
Σήμερα όμως οι άνθρωποι προσέρχονται σε αυτά όχι για προστασία αλλά για γνωριμία με την Ιστορία ή απλώς κατοικούν μέσα στα τείχη τους, που φιλοξενούν τις καθημερινές λειτουργίες και τις δραστηριότητες της σύγχρονης ζωής. Πολύ συχνά άλλωστε γίνονται και χώροι πολιτισμού, όπου δίνονται θεατρικές, μουσικές και άλλες εκδηλώσεις. Σε κάθε περίπτωση, τα κάστρα σφράγισαν τη ζωή των πόλεων που κάποτε κλήθηκαν να υπερασπίσουν. Σε κάθε περίπτωση, και σήμερα, τα κάστρα αποτελούν σημείο αναφοράς των πόλεων στις οποίες ανήκουν.
 Τα κάστρα έζησαν στη διάρκεια της ιστορικής τους διαδρομής, εξυπηρετώντας αμυντικές, θρησκευτικές, πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες της τοπικής κοινότητας. Και παράλληλα καταγράφουν τα αρχιτεκτονικά και τα δομικά χαρακτηριστικά καθενός από αυτά.
Στο σύνολό τους άλλωστε τα κάστρα εξέφραζαν την πολιτική εξουσία και τον τρόπο διοίκησης και δομής των τοπικών κοινωνιών .
Έντονη η παρουσία του θρησκευτικού στοιχείου στα κάστρα συνδέθηκε πάντα με την πολιτική εξουσία. Χριστιανικοί ναοί, μοναστήρια και αργότερα μια συναγωγή εξυπηρετούν τις θρησκευτικές ανάγκες χριστιανών. Το 1611 οι χριστιανοί διώκονται από τους Οθωμανούς, οι χριστιανικές εκκλησίες γκρεμίζονται και κτίζονται τζαμιά, που διαφοροποιούν σημαντικά τη φυσιογνωμία του χώρου μέσα στο κάστρο.
 Στη συνέχεια πάντως το θρησκευτικό στοιχείο περιορίζεται στην ύπαρξη παρεκκλησίου των φυλακών. Οι καιροί όμως άλλαξαν και οι βαριές καστρόπορτες δεν είναι πλέον ανάγκη να παραμένουν κλειστές. Το αντίθετο. Η ιστορία που φυλάττουν πρέπει να γίνεται γνωστή και οι νέες χρήσεις είναι απαραίτητες για τη διατήρηση της ζωής. Στην καρδιά της πολιτιστικής και οικονομικής ζωής των τοπικών κοινωνιών είναι κάστρα ζωντανά που διεκδικούν το μέλλον τους.

 2)ΕΡΏΤΗΣΗ : ΦΩΤΙΣΜΟΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ ΥΠΕΡ ΚΑΙ ΚΑΤΑ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΦΩΤΙΣΜΟ ΜΝΗΜΕΙΩΝ, ΝΑΩΝ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ





Στην Ελλάδα, ο νυκτερινός φωτισμός για την ανάδειξη των μνημείων της έχει αρχίσει με δειλά βήματα να εξαπλώνεται. Μέχρι σήμερα, αρκούσε η χρήση κάποιων βιομηχανικών προβολέων ανοικτής δέσμης, Νατρίου ή αλογόνου που περισσότερο συνέβαλλαν στη φωτορρύπανση της περιοχής παρά στην ανάδειξη του ίδιου του μνημείου, για να ισχυριστεί κάποιος ότι το ανέδειξε, στην ουσία όμως συμβάλλοντας περισσότερο στη φωτορρύπανση της περιοχής, παρά στην πραγματική ανάδειξη του μνημείου.
Η άσκοπη χρήση χρωμάτων εκεί που δεν πρέπει, η λανθασμένη χρήση ακατάλληλων αποχρώσεων του λευκού (συνήθως με προβολείς πολύ «σκληρού» λευκού σε υλικά με γήινα χρώματα ή με προβολείς χαμηλής χρωματικής απόδοσης όπως αυτοί του Νατρίου) και ο υπερβολικός φωτισμός, είναι κάποια από τα συνηθισμένα λάθη που μπορούν να παραποιήσουν την «ανάγνωση» ενός μνημείου και να αλλοιώσουν την εικόνα που προσπαθεί να δώσει ο μελετητής του φωτισμού του.
Ο φωτιστής λοιπόν πρέπει να έχει κατ’αρχήν ένα κύριο κανόνα που πρέπει πάντοτε να ακολουθεί: ΔΕΝ είναι αυτός ο καλλιτέχνης ή ο αρχιτέκτονας που σχεδίασε το μνημείο και έτσι ΔΕΝ πρέπει να προσπαθεί να δώσει μία στρεβλή εικόνα του μνημείου αυτού, σύμφωνα με τα δικά του πρότυπα. Ο φωτιστής καλείται να πει στον θεατή «κοίταξε το τώρα, το βράδυ, τις ώρες που δεν χάνεται ανάμεσα στον πολεοδομικό ιστό και στο σκληρό φως του Ελληνικού ήλιου... πρόσεξε τη λεπτομέρειά του, το ανάγλυφό του, τα υλικά του... δες το πως ξεχωρίζει μέσα στο σκοτάδι... συνειδητοποίησε τη μοναδικότητά του, έτσι όπως σου την παρουσιάζω». Συνεπώς, ο προβολέας ή ο φωτιστής ΔΕΝ πρέπει να είναι οι πρωταγωνιστές. Το μνημείο μόνο έχει αυτό το ρόλο. Κάθε τι άλλο που αποσπά το βλέμμα του θεατή από τον πρωταγωνιστή, είναι περιττό και ακατάλληλο.
Ποιά είναι λοιπόν τα βήματα για να πετύχουμε ένα καλό αποτέλεσμα; Η σύγχρονη τεχνολογία μας έχει δώσει πάρα πολλά και αποτελεσματικά εργαλεία με τη μορφή εξειδικευμένου λογισμικού για το φωτορρεαλισμό, καθώς επίσης προβολέων και ειδικών λαμπτήρων που θα βοηθήσουν ένα φωτιστή να πραγματοποιήσει την εικόνα που έχει μέσα του για το φωτισμό κάποιου μνημείου. Χαρακτηριστικά, τα τελευταία χρόνια έχουν παρουσιαστεί στην αγορά πολλά προϊόντα που συνέβαλλαν στην επίτευξη εντυπωσιακών αποτελεσμάτων στο φωτισμό των μνημείων:
  • Προβολείς αποκλειστικά εξειδικευμένους στον αρχιτεκτονικό φωτισμό, όπως οι προβολείς Decoflood, Pompeii και ArenaVision της Philips ή οι Woody της iGuzzini και αντίστοιχοι πολλών άλλων εταιρειών, που παράγονται σε ποικιλία φωτιστικών δεσμών και τύπων λαμπτήρων.
  • Λαμπτήρες εξαιρετικής χρωματικής απόδοσης και μεγάλης απόδοσης σε lumen/watt ισχύος, όπως οι White SON, CDM-T, MHN-LA και SON-T Comfort της Philips, η οποία με τη συνεχή έρευνα στον τομέα του φωτισμού από ερευνητικά κέντρα όπως το Philips-LAC (Light Application Center) της Lyon στη Γαλλία έχει προσφέρει εντυπωσιακά αποτελέσματα.
  • Ειδικά φίλτρα για τις δέσμες των προβολέων, όταν το αποτέλεσμα που θέλουμε να έχουμε είναι ειδικών απαιτήσεων λόγω του σχήματος του αρχιτεκτονικού στοιχείου που θέλουμε να φωτίσουμε.

  • Τεχνολογία LEDs που επιτρέπει με πολύ μικρή κατανάλωση ρεύματος την επίτευξη εντυπωσιακών φωτιστικών εφφέ, όπως είναι εμφανές στις καπνοδόχους και τις εγκαταστάσεις του παλιού εργοστασίου φωταερίου στο Γκάζι.
Όμως, η επιλογή όλων αυτών των στοιχείων θα πρέπει να γίνει με συγκεκριμένες παραμέτρους. H εμπειρία του συντάκτη στο φωτισμό μνημείων όπως των κάστρων  επιτρέπει να συνοψίσει το θέμα σε κάποιους βασικούς κανόνες που πρέπει να τηρούνται:
  1. Είναι εύκολο να τοποθετήσουμε ένα προβολέα επάνω στο κτίριο που δεν έχει στεγνώσει ακόμα η μπογιά του, αλλά όχι επάνω σε ένα μνημείο. Δεν διατηρήθηκε το μνημείο αυτό επί 500, 1000 ή 2500 χρόνια για να ανοίξουμε τρύπες σε αυτό ή να τοποθετήσουμε υλικά που η διάβρωσή τους θα καταστρέψει τα δομικά υλικά του. Κάθε εγκατάσταση φωτισμού λοιπόν, πρέπει να είναι 100% αναστρέψιμη και να μην προσβάλλει την ακεραιότητα του ίδιου του μνημείου, το οποίο θα είναι εκεί πολύ μετά από την σημαντική (για εμάς) εγκατάσταση φωτισμού.
  2. Ο φωτισμός αναδεικνύει και δεν επιβάλλεται. Πρωταγωνιστής εξακολουθεί να είναι το μνημείο, όπως συνέβαινε επί αιώνες. Οι επισκέπτες του δεν θέλουν να βλέπουν τους προβολείς, αλλά το ίδιο το αντικείμενο του φωτισμού. Είναι λοιπόν απαραίτητη η διακριτική εγκατάσταση των προβολέων αυτών, όπως και ο χρωματισμός του κελύφους τους σε χρώματα «παραλλαγής» ώστε να μην αλλοιώνουν την εικόνα κατά τις πρωινές ώρες. Το ίδιο πρέπει να συμβαίνει και με τα στηρίγματα και τις καλωδιώσεις, δεδομένου ότι τις περισσότερες φορές δεν είναι δυνατόν να τις κρύψουμε, μια και οι εκσκαφές απαγορεύονται. Επιπλέον, όπου απαιτείται, τα στηρίγματα θα πρέπει να κατασκευάζονται από χημικά αδρανές υλικό (π.χ. ανοξείδωτο χάλυβα) προκειμένου να μην διαβρωθούν με τρόπο που θα προκαλέσει ζημιές στο μνημείο.
  3. Το καλύτερο αισθητικό αποτέλεσμα επιτυγχάνεται συνήθως με ένα λαμπτήρα υψηλής χρωματικής απόδοσης σε όλο το ορατό φάσμα του φωτός και σε αποχρώσεις του λευκού ανάμεσα στους 2600 και τους 4200°Κ, για να αναδείξουμε την αληθινή φύση των δομικών υλικών ενός μνημείου. Έτσι, για «ζεστό» λευκό θα προτιμήσουμε ένα λαμπτήρα White SON στους 2600°Κ, για ουδέτερο λευκό επιλέγουμε έναν λαμπτήρα CDM 830 στους 3000°Κ, ενώ για πιο έντονο λευκό ο CDM 942 αποδίδει 4200°Κ. Δεν συνιστάται η χρήση «ψυχρότερων» αποχρώσεων του λευκού σε κλασσικά κτίρια. Παρόλα αυτά, όταν είναι απαραίτητη η χρήση κοντράστ με χρυσό-πορτοκαλί χρώμα (όπως εφαρμόσαμε στα μνημεία του Παρθενώνα), η χρήση του SON-T Comfort στους 2100°Κ είναι η πλέον ενδεδειγμένη.
  4. Ένας προβολέας στην πόλη μπορεί να χάνεται και ένα κερί στην ύπαιθρο μπορεί να φαίνεται από χιλιόμετρα μακριά. Η ένταση του φωτισμού λοιπόν πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στα δεδομένα του περιβάλλοντος, ώστε να προβάλλεται το ανάγλυφο του μνημείου από απόσταση. Γι’αυτό το λόγο, οι φωτιστές που βασίζονται υπερβολικά στα φωτορρεαλιστικά μοντέλα των υπολογιστών τους είναι καταδικασμένοι να αποτύχουν αν δεν έχουν την κατάλληλη εμπειρία ή δεν κάνουν κάποιες δοκιμές στην πορεία της εκπόνησης της μελέτης τους. Γενικά, είναι προτιμότερο να υποφωτίσουμε ελαφρά ένα αρχιτεκτονικό στοιχείο, παρά να το κάνουμε υπερβολικά λαμπερό.
  5. Ο φωτισμός δεν πρέπει μόνο να αναδεικνύει αλλά και να κρύβει. Η σκίαση είναι το ίδιο σημαντική με τη φωτισμένη επιφάνεια και για αυτό ακριβώς το λόγω η χρήση πολλών προβολέων ανοικτής δέσμης μέχρι σήμερα προκαλούσε μία δυσδιάστατη «ανάγνωση» αντί να δίνει στο θεατή την αίσθηση του ανάγλυφου.
  6. Συνήθως, μαζί με το μνημείο ο φωτιστής πρέπει να λαμβάνει υπόψη και το ανάγλυφο του περιβάλλοντος χώρου. Όταν το ανάγλυφο αυτό είναι έντονο, προσπαθούμε να δώσουμε «δραματικούς» τόνους στη φωτοσκίαση (όπως στη Β πλευρά του Ιερού Βράχου), ενώ όταν πρόκειται για επίπεδη επιφάνεια, προσπαθούμε να «απαλύνουμε» το φωτιστικό αποτέλεσμα (Ν πλευρά). Ένα απλό αμμοβολισμένο γυαλί μπροστά από τον προβολέα μπορεί να κάνει θαύματα στην αφαίρεση των φωτεινών κηλίδων επάνω σε μία επίπεδη επιφάνεια.
  7. Σημαντικό ρόλο παίζει και η χρήση των διαφόρων φίλτρων που πρέπει να χρησιμοποιηθούν. Αν δεν μας επιτρέπεται η τοποθέτηση ενός προβολέα κάτω ακριβώς από ένα κίονα, το ίδιο αποτέλεσμα μπορεί να επιτευχθεί με χρήση πολωτικού φίλτρου κάθετης δέσμης από κάποια απόσταση.
  8. Ιδιαίτερη σημασία έχει η φύση των υλικών που καλείται ο φωτιστής να αναδείξει. Κάποια από αυτά είναι πιο «γήινα» (όπως τα παλιά μάρμαρα, ασβεστόλιθοι, πυρόλιθοι, κεραμικά) και απαιτούν πιο ζεστές αποχρώσεις του λευκού (2600°-3000°Κ), ενώ κάποια άλλα (όπως γκρίζος γρανίτης, σχιστόλιθοι και πετρώματα σε αποχρώσεις του γκρι) απαιτούν τη χρήση ελαφρώς ψυχρότερων αποχρώσεων του λευκού (4200°Κ). Παρόλα αυτά, ο φωτιστής μπορεί να «παίξει» με τις αποχρώσεις του λευκού όταν θέλει να τραβήξει την προσοχή του θεατή σε κάποιο ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό στοιχείο, ή γλυπτό του μνημείου, φωτίζοντας το με ψυχρότερο λευκό για να ξεχωρίζει.
  9. Ο τονισμός του ανάγλυφου είναι σημαντικός. Ο θεατής πρέπει να αντιλαμβάνεται τον όγκο του μνημείου από απόσταση. Η χρήση διασταυρούμενων δεσμών διαφορετικών αποχρώσεων του λευκού φωτός μπορεί να βοηθήσει σημαντικά προς αυτή την κατεύθυνση.
  10. Σε κάθε περίπτωση, η φωτορρύπανση πρέπει να αποφεύγεται. Ο νυκτερινός φωτισμός μπορεί να διαταράξει το οικοσύστημα της περιοχής, έτσι, ο φωτιστής δεν πρέπει να μεταχειρίζεται το υπό μελέτη αντικείμενο σαν να ήταν γήπεδο ποδοσφαίρου. Ο διακριτικός φωτισμός χαμηλής έντασης είναι πολύ προτιμότερος από τη χρήση υπερβολικού αριθμού φωτεινών πηγών. Δυστυχώς, στη χώρα μας τις περισσότερες μελέτες φωτισμού εξακολουθούν να τις εκπονούν προμηθευτές φωτιστικών, με αποτέλεσμα η τάση τους να επιτύχουν μία καλή πώληση υπερισχύει του αισθητικού τους κριτηρίου.
  11. Ο φωτιστής πρέπει πάντοτε να φροντίζει και για την επιρροή που μπορεί να έχει ο περιβάλλον φωτισμός στο μνημείο και (ει δυνατόν) να αποκρίνει τους ιστούς οδοφωτισμού που μπορούν να καταστρέψουν το τελικό φωτιστικό αποτέλεσμα. Εάν αυτό δεν είναι εφικτό, τότε ο φωτισμός του περιβάλλοντος χώρου πρέπει να επανασχεδιαστεί προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο οριζόντια ακτινοβολία των ιστών οδοφωτισμού.
Οι παραπάνω κανόνες ίσως μπορούν να βοηθήσουν τον μη εξειδικευμένο αναγνώστη να καταλάβει από μόνος του και τα λάθη που γίνονται καθημερινά σε εγκαταστάσεις φωτισμού διαφόρων μνημείων στην Ελλάδα. Συνεχώς γινόμαστε μάρτυρες των αποτελεσμάτων αυτών των σφαλμάτων, αντικρίζοντας θαυμάσια κτίρια και μνημεία φωτισμένα με σκληρό λευκό ή πορτοκαλί φως, με εξαφανισμένη την αίσθηση του ανάγλυφου τους και με τονισμένη τη γοτθική νοοτροπία του φωτιστή τους. Χαρακτηριστικά είναι τα αποτελέσματα στο φωτισμό μεγάλων και σημαντικών ιστορικών κτιρίων και μνημείων στο κέντρο της Αθήνας από αυτοχρισθέντες φωτιστές που απλά φρόντισαν να φορτώσουν τα μνημεία αυτά με προϊόντα συγκεκριμένων οίκων χωρίς να έχουν ιδέα για το τελικό αισθητικό αποτέλεσμα.
. Το μόνο λοιπόν που του μένει είναι να το βοηθήσει να δώσει τη δική του παράσταση, απλά τονίζοντας αυτά που ήδη ενυπάρχουν σε αυτό.
Η χώρα μας έχει να προστατέψει και να αναδείξει μία εξαιρετικά πλούσια πολιτιστική κληρονομιά. Υπάρχουν χιλιάδες κάστρα, αρχαίοι ναοί, μεσαιωνικά κτίσματα, τείχη, βυζαντινοί ναοί και γλυπτά που μπορούν και πρέπει να αναδειχθούν κατά τον ίδιο τρόπο που έχει γίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες με πολύ λιγότερο σημαντικά μνημεία από τα δικά μας.




3)ΚΑΣΤΡΟ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Με την ύπαρξη ενός κάστρου σε μια περιοχή  η περιοχή γίνεται πόλος έλξης τουριστών.
Έτσι η αξιοποίηση και ανάδειξη των πάμπολλων αρχαίων κάστρων που διαθέτουμε , η κατάλληλη διαφήμιση των νέο αναδειχθέντων σε εσωτερικό και εξωτερικό ,η παράταση του ωραρίου λειτουργίας τους και η βελτίωση του οδικού δικτύου για εύκολη πρόσβαση σ’ αυτούς θα εξασφάλιζε απασχόληση σε πλήθος εργαζομένων όλων των βαθμιδών και ειδικοτήτων καθώς και περισσότερα κρατικά έσοδα, αν τελικά αυτό είναι το κατεξοχήν ζητούμενο.
Κανείς δεν μπορεί-νομίζω- να διαφωνήσει αναφορικά με το ότι οι αρχαιολογικοί μας χώροι-και όχι μόνο οι πλέον γνωστοί από αυτούς(βλ. Ακρόπολη, Κνωσός, Ολυμπία, Δελφοί κα’)- προσελκύουν το ενδιαφέρον χιλιάδων αν όχι εκατομμυρίων τουριστών το μήνα, ο σκοπός της άφιξης στην Ελλάδα πολλών από τους οποίους είναι κυρίως η επίσκεψη σε αυτούς τους χώρους. Ουκ ολίγες φορές έχουμε ακούσει τουρίστες να δηλώνουν «ήταν όνειρο ζωής να επισκεφθώ την Ελλάδα, όπου άκμασε ένας από τους αρχαιότερους πολιτισμούς». Κανείς δεν μπορεί ωστόσο να αμφισβητήσει και το γεγονός ότι αυτοί ακριβώς οι χώροι δεν τυγχάνουν της αντιμετώπισης που θα τους άρμοζε ή έστω της αντιμετώπισης που θα τύγχαναν σε μια άλλη πολιτισμένη ευρωπαϊκή χώρα
Έτσι, μπορούν να δημιουργηθούν στην ευρύτερη περιοχή των αρχαιολογικών χώρων άλλα τουριστικά θέλγητρα και πλήθος επιχειρήσεων που θα εξυπηρετούν τους επισκέπτες. Ας φροντίσει το κράτος να ενθαρρύνει τέτοιου είδους κινήσεις και επιχειρηματικές δράσεις μειώνοντας λ.χ. το φόρο για αυτές τις περιπτώσεις. Όλα αυτά σε συνδυασμό με τις φυσικές ομορφιές και τις ευνοϊκές κλιματολογικές συνθήκες της χώρας μας θα συντελέσουν σε τουριστική κίνηση όλο το χρόνο, ανάπτυξη των μαραζωμένων τοπικών κοινωνιών και οικονομιών, ακόμα και αύξηση του πληθυσμού της επαρχίας.

Ας γνωρίσουμε κάποια από τα κάστρα της χώρας μας
Το Κάστρο των Ιωαννίνων Το Κάστρο των Ιωαννίνων

link
seeinmap
Είναι σύγχρονο των κάστρων Διδυμοτείχου και Μονεμβασιάς. Από την αρχική Βυζαντινή οχύρωση σήμερα σώζεται ο πύργος του Δεσπότη Θωμά και μικρό τμήμα στη βορειοδυτική ακρόπολη. Στα ερείπια των Βυζαντινών οχυρώσεων, ο Νορμανδός Βοημούνδος του Τάραντος το 1082 συμπληρώνει τις δύο ακροπόλεις και δημιουργεί οχυρωματική τάφρο που άρχιζε από τον Αγ. Νικόλαο Κοπάνων (η τάφρος αυτή διασώθηκε μέχρι το 1913). Ακολουθούν οχυρώσεις νέες από τους άρχοντες του Δεσποτάτου της Ηπείρου και από τους μέχρι το 1430 ηγεμόνες, οπότε παραδόθηκε στους Τούρκους.

Μέχρι το 1788 που ανέλαβε τη διοίκηση ο Αλή πασάς, οι Φράγκοι Δεσπότες το άφησαν ερείπιο. Ο Αλής ανακατασκευάζει τα τείχη και χτίζει δεύτερο εσωτερικό τείχος για προστασία του ανακτόρου του και του Διοικητικού Κέντρου του. Η διάταξη των τειχών μήκους 2.000 μέτρων περιέκλειε έκταση 10 στρεμμάτων και περιελάμβανε : εξωτερικό περίβολο, τη Βορειοδυτική ακρόπολη με το Ασλάν τζαμί και την Βορειοανατολική ακρόπολη με την καστροπολιτεία. Με το πάχος των τειχών που έφθαναν μέχρι δέκα μέτρα, τα 250 κανόνια που έβαλε, τους πολυγωνικούς πύργους που έφτιαξε και την ανανέωση της τάφρου το κατέστησε απόρθητο.

Φρούριο της Λιθαρίτσας Φρούριο της Λιθαρίτσας

link
seeinmap


Ο χώρος ήταν μεγαλύτερος τότε και χτίστηκαν και άλλα δύο ανάκτορα των παιδιών του, Μουχτάρ και Βελή (στη σημερινή θέση της 8ης Μεραρχίας και του Αρχαιολογικού Μουσείου). Τα τρία ανάκτορα περιέγραψαν οι Άγγλοι περιηγητές της εποχής, Λήκ (Leak) και Χόλαντ (Holland). Τα ανάκτορα καταστράφηκαν το 1820 κατά την πολιορκία του Αλή πασά από τον Χουρσίτ. Σήμερα σώζονται τα τείχη του φρουρίου και τα υπόγειά του. Ο ιδρυτής της Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών Κ. Φρόντζος προέβη σε αναστήλωση του συγκροτήματος που λειτουργεί σήμερα σαν κέντρο αναψυχής. Από το παλαιό κτίριο σήμερα σώζεται μόνο η βάση του και μέρος από τα τείχη.
Το κάστρο του Αγ. Δονάτου Το κάστρο του Αγ. Δονάτου

link
seeinmap


Οι τοίχοι του ταξινομούνται σε τρεις κατασκευαστικές φάσεις, από την αρχαιότητα έως τα τέλη της Τουρκοκρατίας. Η πρώτη φάση ξεκινάει από τα Ελληνιστικά χρόνια, η δεύτερη στα Βυζαντινά χρόνια και η τρίτη στην περίοδος της Τουρκοκρατίας. Το Βυζαντινό κάστρο αναφέρεται από τους ιστορικούς του Μεσαίωνα, ο Προκόπιος (6ος αιώνας), όπως επίσης τα Χρονικά του Τοκκόι (αρχές του 15ου αιώνα). Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός (από το οποίο αρχίζει ο εξελληνισμός του Βυζαντινού κράτους) έκτισε το κάστρο (και μια σειρά από κτίρια και ναούς) με σκοπό την ασφάλεια των κατοίκων. Είχαν προηγηθεί οι επιδρομές των Γότθων και των Βανδάλων, ενώ το 551 μχ γίνεται ένας τρομερός σεισμός και ο βασιλιάς της Ιταλίας Τωτίλας λεηλατεί όλα τα παράλια της Θεσπρωτίας. Το κτίσιμο έγινε στα θεμέλια αρχαίου Ελληνικού τοίχου και έδωσε το όνομα του φύλακα και προστάτη της περιοχής. Το κάστρο αποτελείται από μια μεγάλη, πολυγωνική, εξωτερική περίφραξη, πάνω από την οποία βρίσκονται οι Βυζαντινοί τοίχοι (ύψους 2μ περίπου) με το φρούριο να βρίσκεται στην κορυφή. Η κεντρική είσοδος σήμερα, έχει σχεδόν καταστραφεί. Σο εσωτερικό του κάστρου βρίσκονται ερείπια κτιρίων από την Τουρκοκρατία.
Tο κάστρο της αρχαίας Ελέας. Tο κάστρο της αρχαίας Ελέας.

link
seeinmap


Στην Xρυσαυγή σώζεται το δεύτερο κάστρο της Παραμυθιάς, το κάστρο της αρχαίας Ελέας. Η ιστορία τεραστία, και σήμερα, σώζεται το μεγαλύτερο μέρος του τοίχους. Ιδρύθηκε περίπου το 350 π.Χ. Υπήρξε πρωτεύουσα της Θεσπρωτίας και έδρα του Κοινού των Θεσπρωτών.Στον 4ον αι. π.Χ. τοποθετείται και η ίδρυση των πρώτων οικισμών μεγέθους μιας πραγματικής πόλης. Γύρω στο 350 π.Χ. χρονολογούνται τα χάλκινα νομίσματα που άρχισαν να εκδίδουν οι Ελεαίοι ή Ελεάτες, το θεσπρωτικό φύλο που με κέντρο την Ελέα κατείχε τις εύφορες κοιλάδες του Αχέροντα και του Κωκυτού μέχρι το Νεκρομαντείο και τον όρμο της Αμμουδιάς (ο «Ελέας λιμήν» των αρχαίων συγγραφέων και γεωγράφων).Ελέα έχει ταυτιστεί με τον οχυρωμένο οικισμό στα ανατολικά του χωριού Χρυσαυγή, 5 χιλ. ΝΑ της Παραμυθιάς. Απετέλεσε πρώτη πρωτεύουσα της αρχαίας Θεσπρωτίας και έδρα του φύλου των Ελεατών Θεσπρωτών. Σε ιδιαίτερα καλή κατάσταση έχει διατηρηθεί η οχύρωση της ΒΑ και Α πλευράς του αρχαίου οικισμού, όπου το πάχος της ξεπερνά τα 3,5 μ. ενώ το σωζόμενο ύψος της τα 7 μ. Η κατασκευή του τείχους και της πύλης στις πλευρές αυτές είναι μνημειακή. Στο εσωτερικό διατηρούνται λείψανα οικιών, δημοσίων οικοδομημάτωνστοών, αγοράς και θεάτρου. Στην περιοχή βρέθηκαν νομίσματα και επιγραφές που χρονολογούνται από τον 4ο π.Χ. αιώνα. Βρίσκεται σε ανηφορικό και ευρύχωρο επίπεδο, εμβαδού 105 στρεμμάτων, στην κορυφή ενός πρόβουνου του Κορίλα, σε υψόμετρο 460-525 μ. Ο πληθυσμός του εντός των τειχών οικισμού -γιατί την ελληνιστική περίοδο ο οικισμός αναπτύχθηκε και εκτός των τειχών- ανερχόταν σε 3.000 κατοίκους. Κατασκευή τείχους και πύλης στη ΒΑ/Α πλευρά είναι μνημειακή. Το πάχος του ξεπερνά τα 4,5 μ και το ύψος του τα 6 μ ακόμα και σήμερα. Ο οικισμός διασχίζεται από ΒΑ προς ΝΔ από κεντρική οδική αρτηρία που πιθανόν κατέληγε στις δύο κύριες πύλες, την ανατολική και τη νοτιοδυτική. Εντός των τοιχών που διατηρούνται ακόμηη βρίσκονται οι οικίες των ευγενών, το ωδείο και άλλες δημόσιες, εκπαιδευτικές υπηρεσίες. Αριστερά και δεξιά βρισκόταν ορθογώνια οικοδομικά συγκροτήματα. Στα νότια της κεντρικής αρτηρίας ευρύτερος ορθογώνιος χώρος, πλαισιωμένος από την ανασκαφείσα στοά, το θέατρο και κάποια άλλα κτίρια, χρησίμευε ως πολιτική αγορά. Από το θέατρο διατηρούνται στη θέση τους λίγα εδώλια και λείψανα τοίχων της σκηνής. Η μεγάλη διάμετρος του κοίλου ήταν 45-50 μ, το ύψος του 8-9 μ, και η χωρητικότητά του 3-4.000 θεατές. Η ανασκαφική έρευνα στην Ελέα, που άρχισε το 1985, έχει αποκαλύψει στοά, δυτικά του θεάτρου, ημιυπόγειους αποθηκευτικούς χώρους, μικρό ναό, και δημόσιο κτίριο. Οι αρχαιολογικές μελέτες συνεχίζονται.
Το Κάστρο της Πάργας Το Κάστρο της Πάργας

link
seeinmap

Το 1452 καταλαμβάνει την οχυρωμένη θέση ο Χατζή Μπέης και το ανακαταλαμβάνουν το 1454. Ο Χαιρεντίν Μπαρμπαρόσα το 1537 κατεδαφίζει φρούριο και πόλη. Πριν ακόμη το κάστρο ολοκληρωθεί εκ νέου με την βοήθεια των Ενετών, κατεδαφίζεται ξανά από τους Τούρκους. Οι Ενετοί το 1792 ξαναχτίζουν για τρίτη και τελευταία φορά ένα τέλειο δυνατό φρούριο, που μένει απόρθητο μέχρι το 1819, παρά τις επιθέσεις κυρίως του Αλή πασά των Ιωαννίνων που ψηλά από το κάστρο της Αγιάς - Ανθούσας τους πολιορκεί. Οι Ενετοί δημιούργησαν αρτιότητα σχεδίου άμυνας που μαζί με την φυσική οχύρωση το καθιστούσαν φρούριο ανίκητο. Έξω από το κάστρο οκτώ πύργοι σε διάφορες θέσεις, συμπλήρωναν την άμυνα. Μέσα στο στενό χώρο της ακρόπολης ήταν στοιβαγμένα 400 σπίτια, με τρόπο που να καταλαμβάνουν μικρό χώρο, απυρόβλητα από τη θάλασσα. Στο κάστρο αυτό, ελεύθεροι πολιορκημένοι Παργινοί και Σουλιώτες έδωσαν ηρωικές μάχες και κράτησαν την ελευθερία τους επί αιώνες. Από τη βρύση «Κρέμασμα» εφοδιάζονταν με νερό οι δεξαμενές του κάστρου και τα σπίτια. Το κάστρο για τον εφοδιασμό του, χρησιμοποιούσε τους δύο όρμους: Βάλτου και Πωγωνιάς. Όταν η Πάργα πουλήθηκε στους Τούρκους, ο Αλής το ενίσχυσε ακόμη περισσότερο και εγκατέστησε στην κορυφή του το χαρέμι του, τα χαμάμ, αναμορφώνοντας ριζικά τους χώρους του κάστρου. Στο κάστρο αυτό, ελεύθεροι πολιορκημένοι Παργινοί και Σουλιώτες έδωσαν ηρωικές μάχες και κράτησαν την ελευθερία τους επί αιώνες.Στην τοξωτή πύλη της εισόδου διακρίνονται στο τείχος ο φτερωτός λέων του Αγίου Μάρκου, το όνομα «ΑΝΤΟΝΙΟ BERVASS 1764», εμβλήματα του Αλή πασά, δικέφαλοι αετοί και σχετικές επιγραφές. Θολωτοί διάδρομοι, αίθουσες πυροβολείων, στοές εφοδίων, ισχυροί προμαχώνες με θυρίδες πυροβόλων, θυρίδες ελαφρών όπλων, κρυφή δίοδος προς τη θάλασσα, στρατώνες, φυλακές, αποθήκες και δύο οχυρά στην τελευταία γραμμή αμύνης : δείχνουν αρτιότητα σχεδίου αμύνης που μαζί με την φυσική οχύρωση το καθιστούσαν φρούριο ανίκητο.Σήμερα το κάστρο φωτίζεται και το επισκέπτεται πλήθος κόσμου.


ο Κάστρο της Ανθούσας Το Κάστρο της Ανθούσας

link
seeinmap

Ανάμεσα από την Ανθούσα και την Αγιά σε ύψωμα που δεσπόζει όλης της περιοχής της Πάργας, είναι χτισμένο ένα ογκώδες επιβλητικό φρούριο. Στις 17 Φλεβάρη του 1814 έσπειρε το θάνατο αιφνιδιαστικά στους κατοίκους της περιοχής και ειδικά στην Αγιά. Εκδικήθηκε με αυτόν τον τρόπο τους αυτόνομους αυτούς κατοίκους που είχαν συμμαχήσει με τους Παργινούς. Την ίδια χρονιά ξεγελώντας τον Γάλλο διοικητή Επτανήσου Danzelot με έξυπνη επιστολή, χτίζει και το κάστρο. Ο ευρωπαίος αρχιτέκτονας το έκτισε πολυγωνικό με μεγάλο ύψος τειχών και γενικά σχεδιασμένο για αποτελεσματική άμυνα με μεγάλο πύργο για πυροβόλα.Στη βόρεια πλευρά δύο προμαχώνες και ζεματίστρα προστατεύουν την είσοδο. Στο εσωτερικό υπάρχει θολωτός περιφερειακός διάδρομος στον μεγάλο πύργο με εσωτερικές καμάρες και τόξα. Δύο ρωσικά πυροβόλα που αγόρασε ο Αλής κείτονται στο χώμα. Το κάστρο είναι σήμερα σε καλή κατάσταση. Φαντασμαγορική η θέα του τη νύχτα όταν φωτίζεται σε περίοδο εκδηλώσεων.


το Κάστρο του Παντοκράτορα το Κάστρο του Παντοκράτορα

link
seeinmap

Το στένωμα του κόλπου και ο συνακόλουθος απόλυτος έλεγχος της ναυσιπλοϊας αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα ίδρυσης του. Το 1807 χτίστηκε το φρούριο του Παντοκράτορα για να ελέγχει την είσοδο του κόλπου, με πύλη αθέατη από τη θάλασσα. Το κυρίως τμήμα του οχυρού διαμορφώνεται σε σχεδόν κανονικό πεντάγωνο με υψηλά περιμετρικά τείχη. Το κυρίως οχυρό περιβάλλεται με αντερείσματα, επιθαλάσσιο προμαχώνα, ξηρά τάφρο μεταξύ συστήματος επιθαλάσιου προμαχώνα και κυρίως οχυρού στα νότια και ένυδρη τάφρο στα βόρεια. Η κύρια πύλη βρίσκεται στη βόρεια πλευρά και την προσεγγίζει κανείς αφού προσπεράσει την ένυδρη τάφρο. Το κυρίως εσωτερικό πεντάγωνο φαίνεται ότι αποτελεί και τον αρχικό πυρήνα του οχυρού, ενώ ο περίτεχνος επιθαλάσσιος προμαχώνας αποτελεί μεταγενέστερη κατασκευαστική φάση.



Το κάστρο στα Πέντε Πηγάδια Το κάστρο στα Πέντε Πηγάδια

link
seeinmap
Το κάστρο στα Πέντε Πηγάδια Βρίσκεται στην περιοχή της Κλεισούρας του Ν. Πρέβεζας. Κτίστηκε στις αρχές του 19ου αι., σε πολύ μικρή απόσταση από το άλλο κάστρο που υπάρχει στην περιοχή. Κατασκευάστηκε στα πλαίσια της τακτικής "του πολυγωνικού συστήματος". Η τακτική αυτή εφαρμόστηκε τον 19ο αι. και επέβαλλε τα μικρά φρούρια-αποσπασμένα οχυρά για την κάλυψη της άμυνας μιας ευρύτερης περιοχής. Σήμερα είναι ερειπωμένο. Το δεύτερο κάστρο των Πέντε Πηγαδιών κτίστηκε στις αρχές του 19ου αι., σε πολύ μικρή απόσταση από το άλλο κάστρο (πρώτο) της περιοχής. Πρόκειται για ένα μικρό κάστρο, που σώζεται στο ύψος σε δύο ορόφους. Σ' όλη τη μορφή του κάστρου διακρίνεται ο δυτικοευρωπαϊκός ρυθμός μπαρόκ. Η τοιχοδομία του κάστρου είναι επιμελής. Η κύρια είσοδος βρίσκεται στην ανατολική πτέρυγα. Το κάστρο κατασκευάστηκε σύμφωνα με τις γενικές αρχές της οχυρωτικής του 19ου αι. Πρόκειται για την τακτική του "πολυγωνικού συστήματος" που εφάρμοζαν οι Γάλλοι. Σήμερα, το κάστρο βρίσκεται σε σχετικά καλή κατάσταση.


Το κάστρο του Αγίου Γεωργίου Το κάστρο του Αγίου Γεωργίου

link
seeinmap

Το κάστρο του Αγίου Γεωργίου βρίσκεται στο νοτιώτερο άκρο της παλιάς πόλης της Πρέβεζας. Το κάστρο του Αγίου Γεωργίου αποτελεί ένα κλασικό δείγμα των οχυρώσεων του Αλή Πασά. Χτισμένο στη νότια έξοδο της τάφρου της πόλης προς τη θάλασσα, διατηρεί σχεδόν ακέραιο τον οχυρό περίβολο του με το κεκλιμένο εξωτερικό τείχος. Το σχήμα που επελέγη είναι εκείνο της περίκλειστης εσωτερικής αυλής και του περιμετρικού τείχους εφοδιασμένου με προμαχώνες ενισχύουν τη βόρεια πλευρά, όπου και η πύλη του οχυρού, ενώ το υπόλοιπο οχυρό με μια ακανόνιστη τριγωνική διάθεση αναπτύσσεται νότια, για να καταλήξει σε άλλον ογκώδη ακανόνιστο προμαχώνα προς την πλευρά της εισόδου στον κόλπο.

το Κάστρο του Αγίου Ανδρέα το Κάστρο του Αγίου Ανδρέα

link
seeinmap


Βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της Πρέβεζας. Κτίστηκε αρχικά από τους Τούρκους, ενώ στα τέλη του 17ου αι. σημειώνονται έργα βελτίωσής του από τους Βενετσιάνους. Το 1807 ο Αλή-Πασάς το βρήκε σχεδόν ερειπωμένο και προχώρησε σε αρκετές επεμβάσεις. Είχε τον έλεγχο του λιμανιού της πόλης. Το κάστρο περιβάλλονταν από την τάφρο(ντάπια), που ήταν έργο του Αλή-Πασά, στις αρχές του 19ου αι. Το κάστρο είναι ένα επίμηκες τετράπλευρο οχυρό με τέσσερις γωνιακούς προμαχώνες και έναν μικρότερο στο μέσο της δυτικής πλευράς. Είναι τοποθετημένο σχεδόν παράλληλα με τη θάλασσα σε μια σχετικά μικρή απόσταση από αυτήν. Παρά τις διαδοχικές επεμβάσεις, το περιβάλλον τείχος του οχυρού διατηρεί σχεδόν αναλλοίωτη την αρχική του θέση και μορφή. Είναι άμεσα ορατά τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του, που είναι η κεκλιμένη του κατασκευή, η άρτια γεωμετρία των γωνιακών προμαχώνων, το βελτιωμένο σύστημα πλαγιοβολών και τα περιφερειακά βελτιωμένα έργα, όπως τα προτειχισμένα και οι προσβάσεις. Το κάστρο σήμερα διατηρείται σε αρκετά μεγάλη έκταση.


Το κάστρο της Μπούκας Το κάστρο της Μπούκας

link
seeinmap


Το κάστρο της Μπούκας βρισκόταν στη σημερινή θέση "Παλιοσάραγα". Η κατασκευή του - πιθανόν - άρχισε στα τέλη του 15ου αι. από τους Τούρκους και ολοκληρώθηκε στις πρώτες δεκαετίες του 16ου αι. από τους Βενετούς. Επρόκειτο για σημαντικό όσο και ισχυρό κάστρο. Ελεγχε το λιμάνι της Πρέβεζας και το στόμιο του Αμβρακικού κόλπου. Αποτελούσε τετράγωνο οχυρό με 4 ή 2 πολυγωνικούς πύργους στις γωνίες του. Λειτουργούσε ως βάση της στρατιωτικής διοίκησης και φρουράς της πόλης. Κατεδαφίστηκε από τους Βενετούς το 1699, ενώ αργότερα ο Αλή-Πασάς έχτισε ανάκτορο στα ερείπιά του.

το Κάστρο της Ρινιάσας (Δέσπως) το Κάστρο της Ρινιάσας (Δέσπως)

link
seeinmap

Κοντά στο χωριό Ριζά του νομού Πρεβέζης σε ύψωμα φύσει οχυρό, σώζεται το περίφημο κάστρο που προστάτευε την Μεσαιωνική ακρόπολη της Ρινιάσας και ήλεγχε το εμπόριο που γίνονταν από τη θάλασσα και την ξηρά. Κατά τον Μεσαίωνα είχε αναπτυχθεί καστροπολιτεία. Το κάστρο πιθανολογείται οτι κτίστηκε από τον Δεσπότη της Ηπείρου Θωμά τον Α' στα τέλη του 13ου αιώνα για προστασία της Ηπείρου, για αυτό λεγόταν και Θωμόκαστρο. Το 1338 στην επανάσταση κατά της Βυζαντινής επικυριαρχίας, το κάστρο διοικούσε ο Νικηφόρος, γιος του τελευταίου Δεσπότη της Ηπείρου, Ορσίνι. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός μετά την κατάληψη των κάστρων της Άρτας και των Ρωγών, έπεισε τον Νικηφόρο να παραδώσει το κάστρο. Οι Βυζαντινοί το διατήρησαν μέχρι το 1350 οπότε κατελήφθη από τους Σέρβους και στη συνέχεια από τους Αλβανούς που το ονόμασαν Ρινιάσα. Ο Κάρολος Τόκο αργότερα, βελτίωσε την οχύρωση, βάζοντας κανόνια (Λουμπάρδες). Εξακολουθούν πόλεμοι κατά των Τούρκων εισβολέων που τελικά το καταλαμβάνουν το 1451. Τον 18ο αιώνα, οι Σουλιώτες πολεμούν κατά του Αλή. Το 1803, η Δέσπω του Γ. Μπότζη, με νύφες και εγγόνια, μάχεται τους Τουρκαλβανούς στου Δημουλά τον Πύργο (στα Ριζά) και βάζει φωτιά στο μπαρούτι, για να μην πέσουν στα χέρια των εχθρών. Ακολουθεί η κατάληψη του κάστρου από τους Σουλιώτες και μάχες για απελευθέρωση της Πάργας. Τέλος με την αποτυχία των ελληνικών στρατευμάτων στη μάχη του Πέτα και της Πλάκας, η Ρινιάσα εγκαταλείπεται οριστικά. Κάτω από το κάστρο η μεγάλη γέφυρα της εθνικής


Το Κάστρο της Χίου Το Κάστρο της Χίου

link
seeinmap
                                                                    
Το Φρούριο της Χίου εκτείνεται στα βόρεια του κέντρου της πόλεως και αποτελεί τον περιτειχισμένο πυρήνα της από την εποχή της Γενουοκρατίας και μετά. Η είσοδος γίνεται από την κύρια Πύλη (Porta Maggiore) στο νότιο άκρο του, που κατασκευάσθηκε από τους Βενετούς το 1694, και από την κατεστραμμένη σήμερα "Επάνω Πόρτα" (Portello) στη ΒΔ πλευρά του. Κοντά στην πύλη και στο εσωτερικό του κάστρου βρίσκεται διώροφο κτίσμα, γνωστό ως "Παλάτι Ιουστινιάνι".

Το Φρούριο υπέστη μεγάλες καταστροφές (βομβαρδισμούς 1828, σεισμός 1881), αλλά η μεγαλύτερη αλλοίωση επήλθε στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν κατεδαφίστηκε ολόκληρο το νότιο τείχος για την κατασκευή της προκυμαίας της πόλης της Χίου.

Από τα σημαντικότερα κτίσματα που σώζονται στο εσωτερικό του Φρουρίου είναι η Κρύα Βρύση (ημιυπόγεια δεξαμενή νερού) που ανάγεται στη βυζαντινή εποχή, καθώς και ο ψηλός πύργος, γνωστός ως Κουλάς. Το Φρούριο περιβαλλόταν από ευρεία τάφρο, η οποία σήμερα έχει επιχωματωθεί.

Το Φρούριο της Χίου κατοικείται μέχρι σήμερα.

Μπούρτζι Μπούρτζι

link
seeinmap

Το Μπούρτζι είναι μικρή νησίδα μπροστά στο λιμένα του Ναυπλίου καλυπτόμενη πλήρως από παλαιό ενετικό Φρούριο στο οποίο οφείλει και το όνομά της.

Το Φρούριο αυτό αναγέρθηκε από τους Ενετούς μετά την αποχώρηση του Μαχμούτ Πασά το 1473, εφοδιάζοντάς το με νεώτερα πυροβόλα. Το 1502 μεταβάλλοντας οι Ενετοί με οχυρώσεις τη ΝΔ πλευρά της Ακροναυπλίας σε αυτοτελή προμαχώνα με επάλξεις («Πέντε Αδέρφια»), συνέδεσαν αυτόν με τεχνητό βραχίονα από ογκόλιθους στον οποίο και πρόσδεναν αλυσίδα που έφθανε μέχρι το «Μπούρτζι» για τη προφύλαξη του λιμένα και της πόλης. Εξ ου και το όνομα «Λιμένας της Αλύσου».

Μετά τη συνθήκη του Κάρλοβιτς (1698) οι Ενετοί ανήγειραν στη νησίδα ισχυρότατο Πύργο και προμαχώνες με πυροβόλα δημιουργώντας έτσι το γνωστό Φρούριο που δεσπόζει σήμερα την είσοδο του λιμένα του Ναυπλίου.

Κατά την Ελληνική επανάσταση του 1821 το Μπούρτζι καταλήφθηκε το 1822 από 50 οπλοφόρους και 150 «πυροβολιστές» (πυροβολητές) των οποίων ηγούνταν οι Άστιγξ, Άνερμαν, Χάνεκ και Δημήτριος Καλλέργης που τελούσαν υπό την ηγεσία του Γάλλου ταγματάρχη Φ. Γκιουρντέν ο οποίος κανονιοβολούσε το Ναύπλιο από το Μπούρτζι και κατάφερε να ματαιώσει τον «λαθραίο» επισιτισμό των πολιορκούμενων Τούρκων από αγγλικό πλοίο.

Στην αμέσως μετέπειτα 10ετία, κατά τις αιματηρές ελληνικές εμφύλιες εχθροπραξίες (1823 – 1833), δύο φορές αναγκάσθηκε η τότε κυβέρνηση να καταφύγει στο Μπούρτζι για την ασφάλειά της, στις 25 Μαΐου του 1824 και στις 2 Ιουλίου του 1827.

Μετά την έλευση του Βασιλέως Γεωργίου του Α’ και κατ΄ εντολή του, το (1865), το Μπούρτζι αφοπλίστηκε και κατέστη τόπος διαμονής του δημίου της γκιλοτίνας.


Το Φρούριο στα Τρίκαλα Το Φρούριο στα Τρίκαλα

link
seeinmap

βόρεια της πόλης των Τρικάλων δεσπόζει επιβλητικό το Φρούριο με τον Πύργο και το Ρολόι του. Οι ρίζες του βυθίζονται στα Κλασσικά και Ελληνιστικά χρόνια.

Ανακατασκευάστηκε ριζικά από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ιουστινιανό τον 6ο αιώνα μ.Χ. Αναφέρεται στο χρυσόβουλο (1336) του Ανδρόνικου Γ’ Παλαιολόγου. Με τριπλή περιτείχιση, κατέχει τη θέση της αρχαίας ακρόπολης, που περιβαλλόταν από τείχος κλασσικής εποχής. Πολλές μετατροπές υπέστη το μεσαιωνικό φρούριο και κατά την τουρκοκρατία μετά τις θεσσαλικές επαναστάσεις του 1854 και 1878.

Στο πρώτο διάζωμα, νοτίως, βρέθηκε βαθύ πηγάδι της εποχής της ίδρυσης του φρουρίου.

Στο δεύτερο διάζωμα, στην ανατολική πλευρά, στο κύριο σώμα του φρουρίου, με τον πιο ψηλό τοίχο οι τούρκοι είχαν τοποθετήσει, στα μέσα του 17ου αι. ένα μεγάλο ρολόι. Η καμπάνα του ζύγιζε 650 κιλά και έφερε επιγραφή στα τούρκικα Στην ίδια θέση τοποθετήθηκε το 1936 από το δήμαρχο Τρικκαίων Θ. Θεοδοσόπουλο ένα άλλο ρολόι, ύψους 33 μ., το οποίο βομβαρδίστηκε από γερμανικά αεροπλάνα το 1941.

Δεξιά της πύλης εισόδου, μάλλον του δεύτερου διαζώματος, υπήρχε κατά την βυζαντινή εποχή ο ναός των Αρχαγγέλων (αρχαγγέλου Μιχαήλ), η ονομασία του οποίου βασίζεται σε κάποια επιγραφή ή αναγραφή στα δίπτυχα του ναού και ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρα του 13ου αι.μ.Χ.

Στο τρίτο διάζωμα υπάρχει πηγάδι. Από τον πυθμένα του άρχιζε λιθόκτιστο λαγούμι που περνώντας κάτω από το τείχος και ακολουθώντας Β.Α. κατεύθυνση διέσχιζε τη νότια πλαγιά του λόφου του Προφήτη Ηλία και κατέληγε μετά 21 χλμ. στην Καλαμπάκα.

Το Φρούριο φιλοξενεί το υπαίθριο θέατρο όπου κάθε καλοκαίρι ο επισκέπτης μπορεί να απολαύσει ποικίλες θεατρικές παραστάσεις. Μπορεί, επίσης, να επισκεφθεί τον Πύργο του Ρολογιού και να θαυμάσει από ψηλά ολόκληρη την πόλη και μεγάλο μέρος του θεσσαλικού κάμπου.

Φρούριο Καλύβας - Ξάνθη Φρούριο Καλύβας - Ξάνθη

link
seeinmap

Το Φρούριο βρίσκεται στην κορυφή του υψώματος Καλές (Κάστρο) σε υψόμετρο 627 μ., 4 χλμ. ΝΑ του εγκαταλειμμένου χωριού Καλύβα. Η θέση του είναι στρατηγική γιατί από αυτό ελέγχεται μεγάλο μέρος της κοιλάδας του Νέστου. Υπάρχει επίσης οπτική επαφή με άλλα φρούρια της παρανέστιας περιοχής. Κατασκευάστηκε από τον Φίλιππο Β΄της Μακεδονίας γύρω στο 340 π.Χ. στη θέση προϋπάρχουσας θρακικής εγκατάστασης της Πρώιμης Εποχής Σιδήρου (9ος-8ος αι.π.Χ.). Χρησιμοποιήθηκε από τον Φίλιππο Ε΄, τον Περσέα, τους Ρωμαίους και τον Ιουστινιανό.

Ο περίβολός του έχει σχήμα ακανόνιστου τραπεζίου με περίμετρο 245μ. και μέγιστο σωζόμενο ύψος 3,50μ. Προστατευόταν με κυκλικούς και τετράπλευρους πύργους από τους οποίους έχουν αποκαλυφθεί έξι, δύο τετράπλευροι και τέσσερις κυκλικοί. Αποκαλύφθηκαν επίσης πύλες. Η κυρίως είσοδος του φρουρίου είναι η λεγόμενη " Πύλη του Πριάπου". Η πύλη αυτή οδηγούσε σε μία εσωτερική αυλή, όπου υπήρχαν δύο δίδυμες πύλες από τις οποίες κατευθυνόταν κανείς σε διαφορετικά τμήματα του φρουρίου. Στο κατώφλι της δυτικής υπάρχουν χαραγμένα πέλματα ποδιών που έχουν μαγική και αποτροπαϊκή σημασία. Στον τοίχο της ανατολικής υπάρχει τετράπλευρη κόγχη για το λατρευτικό αγαλμάτιο κάποιου θεού, προστάτη των πυλών. Ο χώρος αυτός σήμερα δεν είναι ενιαίος, διότι πάνω από την πύλη του Πριάπου έχει χτιστεί ο περίβολος του 2ου αι. μ.Χ. Μία ακόμα πύλη βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του περιβόλου. Η σημαντικότερη κατασκευή του φρουρίου είναι μία δεξαμενή, που αποτελεί μεγάλο τεχνικό έργο της αρχαίας μηχανικής και υδραυλικής. Έχει σχήμα μελισσοκάλαθου, βάθος 12μ. και μέγιστη διάμετρο 8μ. Είναι κατασκευασμένη με λαξευτούς γωνιόλιθους επενδυμένους με ισχυρό υδραυλικό κονίαμα.

Το φρούριο ανακαλύφθηκε από τον Δ. Τριαντάφυλλο το 1973 κατά τη διάρκεια περιοδείας στην ορεινή Ροδόπη, για εντοπισμό αρχαιοτήτων. Ανασκάφτηκε από τον ίδιο, τα χρόνια 1975-1992. Ακολούθησαν εργασίες διαμόρφωσης (1993-1998), περίφραξης κτλ. που θα ολοκληρωθούν με ολοκληρωμένο πρόγραμμα αξιοποίησης του χώρου το οποίο άρχισε να υλοποιείται το 2002 υπό την εποπτεία του ανασκαφέα. Ο χώρος είναι επισκέψιμος.


Ακροκόρινθος Ακροκόρινθος

link
seeinmap

Πάνω από τα ερείπια της Αρχαίας Κορίνθου υψώνεται επιβλητικά ο Ακροκόρινθος, το παλαιότερο κάστρο της Πελοποννήσου, με την άριστη οχύρωσή του. Τα τείχη του επιβλητικά σε έκταση και κατασκευή, έκαναν το κάστρο φοβερό.

Ακόμα και σήμερα, που τα τείχη έχουν υποστεί καταστροφές και τα κτίρια στο εσωτερικό του είναι ερειπωμένα, το κάστρο διατηρεί όλο του το μεγαλείο.

Το ύψος του Ακροκόρινθου είναι 575μ. και η έκτασή του περίπου 250στρ. Το μήκος των τειχών του ξεπερνά τα 3000μ.

Τα τείχη ακολουθούν πολυγωνική διαδρομή και ενισχύονται από πύργους και προμαχώνες.

Το ύψος των τειχών είναι 3 – 5μ. Σε μερικά σημεία όμως ξεπερνούν τα 7μ.

Στον Ακροκόρινθο, σχηματίζονται δύο κορυφές, από τις οποίες η ανατολικότερη είναι ψηλότερη και πιο απόκρημνη.

Το βουνό γύρω-γύρω προστατεύεται με τείχη που διακρίνονται ευκρινώς από μακριά. Το σχήμα τους το καθορίζει η μορφολογία του εδάφους και παρέμεινε το ίδιο από τα κλασσικά χρόνια ως τα νεώτερα.

Ο απόκρημνος λόφος, η ύπαρξη νερού και η σχετικά ομαλή έκταση της κορυφής, που το μήκος της είναι μεγαλύτερο από 800μ., συνετέλεσαν στη δημιουργία οικισμού σε όλες τις εποχές. Αυτή η συνεχής κατοίκηση του χώρου, μέχρι και τα χρόνια της τουρκοκρατίας, είχε σαν αποτέλεσμα πολλές από τις χριστιανικές και προϊστορικές αρχαιότητες να καταστραφούν.

Ερείπια σπιτιών σώζονται πίσω από το δεύτερο και κυρίως πίσω από το τρίτο τείχος. Η έκταση των ερειπίων δείχνει ότι εκεί ζούσε κατά καιρούς και αστικός πληθυσμός (από τον 12ο και μετά τον 14ο αιώνα συνεχώς) και όχι μόνο η φρουρά του κάστρου. Τα σπίτια είναι χτισμένα αμφιθεατρικά και έχουν αμυντική διάταξη.

Το κάστρο της Ρόδου Το κάστρο της Ρόδου

link
seeinmap

Το 1988 η UNESCO ανακήρυξε τη Ρόδο «πόλη παγκόσμιας κληρονομιάς». Το χαρακτηρισμό αυτό η πόλη τον οφείλει στο κάστρο της και τη μεσαιωνική πόλη που αυτό περικλείει στα τείχη του, που αντίστοιχα χαρακτηρίστηκαν «μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς».

Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα και πιο καλοδιατηρημένα κάστρα της Ευρώπης.

Τα όρια του κάστρου ορίζονται από τα τείχη του, που με τη σειρά τους οριοθετούν την -μήκους μερικών χιλιομέτρων- τάφρο που το περιζώνει.

Λίγες πετρόκτιστες γέφυρες ενώνουν τη σύγχρονη πόλη με το κάστρο οδηγώντας προς την παλιά μεσαιωνική πόλη που είναι κτισμένη στο εσωτερικό του. Εκτός από τις γέφυρες αυτές, υπήρχε παλαιότερα ένας ακόμα τρόπος πρόσβασης στο εσωτερικό του κάστρου, μέσω κάποιων υπόγειων στοών, στις οποίες μπορούσε κανείς να εισέλθει διαμέσου ορισμένων ανοιγμάτων της τάφρου που διατηρούνται μέχρι και σήμερα. Οι στοές αυτές προχωρούσαν, άλλες προς τη μεσαιωνική πόλη και άλλες προς απομακρυσμένες από το κάστρο τοποθεσίες, εκτεινόμενες μερικές φορές σε μήκος αρκετών χιλιομέτρων. Στις μέρες μας ελάχιστες στοές έχουν παραμείνει βατές, και οι περισσότερες έχουν πια καταρρεύσει ή μπαζωθεί. Η ηλικία των περισσοτέρων απ' αυτές ανάγεται στην εποχή κατασκευής του κάστρου από τους Ιωαννίτες Ιππότες, στις αρχές του 14ου αιώνα μΧ.

Το Φρούριο του Αγίου Γεωργίου στην Κεφαλονιά Το Φρούριο του Αγίου Γεωργίου στην Κεφαλονιά

link
seeinmap

Σε λόφο δίπλα στο χωριό Περατάτα, σε απόσταση 5χιλ. από το Αργοστόλι, δεσπόζει το Φρούριο του Αγίου Γεωργίου που οι ντόπιοι αποκαλούν απλώς «Κάστρο». Βρίσκουμε αναφορές σε αυτό ήδη από τον 12ο αι μ.Χ. αλλά η σημερινή του μορφή χρονολογείται στον 16ο αι. Η έκτασή του είναι 16000τμ. και η περίμετρος των τειχών είναι 600μ. Το σχήμα του είναι πολυγωνικό και αποτελείται από τρία μέρη: το εξωτερικό τείχος, τον πεταλοειδή εσωτερικό περίβολο και μια υπερυψωμένη κορυφή στο κέντρο.

Κατά τη διάρκεια της Βενετικής κατοχής ήταν η πρωτεύουσα του νησιού, στην οποία ζούσαν περίπου 15.000 άνθρωποι στο εσωτερικό και στα περίχωρα. Μέσα στο Κάστρο υπήρχαν πολλά στρατιωτικά, διοικητικά, κοινωφελή και εμπορικά κτίρια.

Σήμερα σώζονται πολεμίστρες, παρατηρητήρια, τα ερείπια μιας γέφυρας που χρονολογείται από την γαλλική κατοχή καθώς και μιας καθολικής εκκλησίας. Υπάρχει επίσης ένα τούνελ που ξεκινούσε από το Κάστρο και κατέληγε στη λιμνοθάλασσα του Κουτάβου στο Αργοστόλι. Το τούνελ αυτό χρησίμευε για την περίπτωση που το Κάστρο απειλούταν και έπρεπε να εκκενωθεί. Το κάστρο άρχισε να χάνει τη στρατηγική του σημασία ως αμυντικό έργο ήδη από τον 16ο αιώνα, καθώς παρουσιάστηκε επιτακτική ανάγκη για προφύλαξη των παραθαλάσσιων περιοχών, οπότε και μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα από εκεί στο Αργοστόλι το 1757.




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου